- πλουσίω
- πλούσιοςwealthymasc/neut nom/voc/acc dualπλούσιοςwealthymasc/neut gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλουσιώ — ιάω, Α [πλούσιος] είμαι πλούσιος … Dictionary of Greek
πλουσίῳ — πλούσιος wealthy masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσίωι — πλουσίῳ , πλούσιος wealthy masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
богатыи — (441) пр. 1.Богатый: Не рьци богата моужѩ сы||нъ ѥсмь и срамъ ми ѥсть. никъто же бо богатѣи хс҃а оц҃а твоѥго нб҃снааго родивъшааго тѩ. въ коупѣли ст҃ѣи. Изб 1076, 30 об. 31; Обаче соуть и цр҃кви не имɤштѩ съсоудъ нѣкыихъ. ноужьныихъ. тѣмь же лѣпо … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
παρεκτείνω — ΝΜΑ [εκτείνω] κάνω κάτι να απλωθεί, εκτείνω σε γραμμή, επιμηκύνω μσν. αρχ. παθ. παρεκτείνομαι εκτείνομαι κοντά σε κάτι, είμαι ακριβώς παράλληλος με κάτι ή έχω την ίδια έκταση με κάποιον αρχ. 1. (για στρατό και στόλο) αναπτύσσω σχηματισμό σε… … Dictionary of Greek
πλούσιος — α, ο / πλούσιος, ία, ιον, ΝΜΑ, και πλούτιος Α 1. αυτός που έχει πολύ υλικό πλούτο, μεγάλη κινητή ή ακίνητη περιουσία, εύπορος 2. αυτός που έχει σε μεγάλη αφθονία, σε πλησμονή, ένα πράγμα ή μια ιδιότητα (α. «οι ομορφιές τσ ήσαν πολλές, τα κάλλη τζ … Dictionary of Greek